σπατάγγης

σπατάγγης
σπατάγγης, -ου
Grammatical information: m.
Meaning: `kind of sea urchin' (Sophr. 102, Ar. Fr. 409, Arist.);
Other forms: πάταγγας acc. pl. `id.' (Poll.). Note also φατάγγης `animal with scales (Schuppentier)' (Ael.) (Furnée 111 n. 58, 164, 281; not in LSJ).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Unexplained foreign word. (Hardly to σπάω `suck' (cf. on σπατάλη)? -- From this σπαταγγίζειν ταράσσειν H. - The variation shows that the word is Pre-Greek,
Page in Frisk: 2,759

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπατάγγης — ο, ΝΜΑ ο σπάταγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Η σύνδεση της λ. με το ρ. σπάω / σπῶ «ρουφώ, πιπιλίζω» δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • σπατάγγαι — σπατάγγης sea urchin masc nom/voc pl σπατάγγᾱͅ , σπατάγγης sea urchin masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπατάγγην — σπατάγγης sea urchin masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάταγγος — και σπάταγος, ο, Ν ζωολ. γένος ακανόνιστων αχινών που απαντά και στις ελληνικές θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπατάγγης, κατά τα δευτερόκλιτα ουσ. σε ος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. spatangus] …   Dictionary of Greek

  • σπαταγγίζειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ταράσσειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπατάγγης. Η σημ. τού ρ. δικαιολογείται πιθ. από τα αγκάθια τού αχινού] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”